νυκτηρεφής

νυκτηρεφής
νυκτηρεφής, -ές (Α)
1. αυτός ο οποίος καλύπτεται από τη νύχτα, σκοτεινός
2. μτφ. λυπηρός («μένει δ' ἀκοῡσαι τί μου μέριμνα νυκτηρεφές», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. πετρ-ηρεφής. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νυκτηρεφές — νυκτηρεφής covered by night masc/fem voc sg νυκτηρεφής covered by night neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερέφω — ἐρέφω και ἐρέπτω (Α) 1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι 3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.) 4. καλύπτω,… …   Dictionary of Greek

  • νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”