- νυκτηρεφής
- νυκτηρεφής, -ές (Α)1. αυτός ο οποίος καλύπτεται από τη νύχτα, σκοτεινός2. μτφ. λυπηρός («μένει δ' ἀκοῡσαι τί μου μέριμνα νυκτηρεφές», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. πετρ-ηρεφής. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.